- κακόδεχτος
- -η, -οεπίρρ. -α εκείνος που δεν τον δέχεται κανένας με ευχαρίστηση, ανεπιθύμητος: Δεν πιστεύω να είμαι κακόδεχτος στην παρέα σας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακόδεχτος — η, ο 1. ανεπιθύμητος 2. αυτός που υποδέχεται τους άλλους με κακό τρόπο … Dictionary of Greek